ὀνειρώξεις

ὀνειρώξεις
ὀνείρωξις
dreaming
fem nom/voc pl (attic epic)
ὀνείρωξις
dreaming
fem nom/acc pl (attic)
ὀνειρώσσω
dream
aor subj act 2nd sg (epic)
ὀνειρώσσω
dream
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μανιώτης, Γιώργος — (Αθήνα 1951 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ασχολήθηκε όμως με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά, διηγήματα κ.ά. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1970 με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”